- ῥινοκοπῶ
- ῥινοκοπέωcut off the nosepres subj act 1st sg (attic epic doric)ῥινοκοπέωcut off the nosepres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρινοκοπώ — ῥινοκοπῶ, έω, ΝΜΑ κόβω, αποκόπτω τη μύτη κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + κοπῶ* (πρβλ. ξυλο κοπώ)] … Dictionary of Greek
ρίς — και ῥίν, ῥινός, ή, ΜΑ η μύτη, το όργανο τής όσφρησης και τής αναπνοής (α. «ἀμβροσίην ὑπὸ ῥῑνα ἑκαστῳ θῆκε φέρουσα», Ομ. Οδ. β. «ἀποταμὼν τὴν ῥῑνα», Ηρόδ. γ. «ἕλκεσθαι τῆς ῥινός», Λουκιαν.) αρχ. στον πληθ. αἱ ῥῑνες τα ρουθούνια (α. «στόμα τε ῥίνας … Dictionary of Greek
ρινικοπία — η, Ν [ρινοκοπώ] αποκοπή, ακρωτηριασμός τής μύτης … Dictionary of Greek